- ἅρπαγμα
- ἅρπαγ-μα, ατος, τό,A booty, prey, Lyc. 87, LXX Jb.29.17, al.: in pl., ib.Ez.22.25.2
ἅ. εὐτυχίας
windfall,Plu.
2.330d;οὐχ ἅ. οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαί τι Hld.7.20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἅ. εὐτυχίας
windfall,Plu.
2.330d;οὐχ ἅ. οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαί τι Hld.7.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἅρπαγμα — booty neut nom/voc/acc sg ἁρπάγμα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπαγμα — το, ατος 1. η αρπαγή (βλ. λ.). 2. αυτό που αρπάχτηκε, η λεία: Αυτή τη φορά το άρπαγμα ήταν ασήμαντο. 3. συμπλοκή: Το άρπαγμά τους έγινε ξαφνικά και για το τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρπαγμα — το (Α ἅρπαγμα) [αρπάζω] νεοελλ. η αρπαγή αρχ. 1. η λεία 2. κάτι που βρίσκει κανείς τυχαία … Dictionary of Greek
ἁρπαγμάτων — ἅρπαγμα booty neut gen pl ἁρπάγμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγμασι — ἅρπαγμα booty neut dat pl ἁρπάγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγματα — ἅρπαγμα booty neut nom/voc/acc pl ἁρπάγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγματι — ἅρπαγμα booty neut dat sg ἁρπάγμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγματος — ἅρπαγμα booty neut gen sg ἁρπάγμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδραγμα — το [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα 2. ακαμψία μέλους τού σώματος, «πιάσιμο» 3. «κάψιμο», η καταστροφή τών δημητριακών που προκαλείται, όταν μετά από βροχή επακολουθήσει καύσωνας … Dictionary of Greek
αδραξιά — και δραξιά, η [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα, γράπωμα 2. η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει στη χούφτα, η χουφτιά … Dictionary of Greek
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek